- χημειοθεραπεία
- kemoterapi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… … Dictionary of Greek
χημικοθεραπεία — η, Ν (παλ. τ.) βλ. χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χημειοθεραπεία, σχηματισμένος από το επίθ. χημικός] … Dictionary of Greek
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
νευροτροπισμός — ο η εκλεκτική προτίμηση για το νευρικό σύστημα ορισμένων χημικών παραγόντων που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία, καθώς και μερικών μικροβίων και ιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropism < νευροτρόπος + ισμός*)] … Dictionary of Greek
ποδοφυλλίνη — η, Ν (βιοχ.) ρητίνη που εξάγεται από τα ριζώματα τού φυτικού είδους Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, χολαγωγό κυρίως όμως για τη θεραπεία αφροδίσιων νόσων, καθώς και στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
ποδοφυλλοτοξίνη — η, Ν (βιοχ.) ένωση που βρίσκεται στο φυτό Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. podophyllotoxine (< ποδόφυλλο* + τοξίνη)] … Dictionary of Greek
χημειοθεραπευτικός — και χημικοθεραπευτικός, ή, ό, Ν [χημειοθεραπεία] 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χημειοθεραπευτικά (φαρμ.) συνθετικές ή ημισυνθετικές δραστικές ουσίες που καταστρέφουν ή αναστέλλουν εκλεκτικά τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων ή καρκινικών… … Dictionary of Greek
βακτηριοστατικά — Αντιμικροβιακοί παράγοντες που αναστέλλουν την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Πολλά από αυτά είναι χρησιμότατα στη χημειοθεραπεία. Σταματούν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων και φυσικά την επιδείνωση της αρρώστιας, δίνοντας… … Dictionary of Greek
κοκκιδίαση ή κοκκιδίωση — Σοβαρή πάθηση που προσβάλλει τα ζώα και σπανιότερα τους ανθρώπους και προκαλείται από τα πρωτοζωικά παράσιτα της υπόταξης των κοκκιδίων (coccidia). Τα κοκκίδια παρασιτούν στο εντερικό τοίχωμα των ξενιστών τους, όπου μπορούν να προκαλέσουν… … Dictionary of Greek
λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… … Dictionary of Greek